- λογεύω
- λογεύω (Α) [λόγος]συλλέγω φόρους ή εισφορές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογευθέν — λογεύω collect aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Irmologion — (Greek: polytonic|εἱρμολόγιον (heirmologion)) is a liturgical book of the Eastern Orthodox Church and those Eastern Catholic Churches which follow the Byzantine Rite, and it contains texts for liturgical singing in Church. [… … Wikipedia
λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… … Dictionary of Greek
λογευτήριον — λογευτήριον, τὸ (Α) [λογεύω] το γραφείο ή το αρχείο τού συλλέκτη φόρων … Dictionary of Greek
λογευτής — λογευτής, ὁ (Α) [λογεύω] κρατικός υπάλληλος στην Αίγυπτο, τού οποίου έργο ήταν η συγκέντρωση τών φόρων … Dictionary of Greek
λογευτικόν — λογευτικὸν, τὸ (Α) [λογεύω] τα έξοδα τής συλλογής φόρων … Dictionary of Greek
λόγευμα — λόγευμα, τὸ (Α) [λογεύω] οι φόροι που είχαν συλλεχθεί … Dictionary of Greek
ξυλολογεία — ξυλολογεία, ἡ (Α) το μάζεμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)] … Dictionary of Greek
παραλογεύομαι — Α εισπράττω με βίαιο τρόπο, εκβιαστικά, υπερβολικό φόρο από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λογεύω «συλλέγω φόρους, συνεισφορές»] … Dictionary of Greek
πιστολογευτής — ὁ, Α έμπιστος εισπράκτορας χρεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστός + λογευτής «συλλέκτης φόρων» (< λογεύω)] … Dictionary of Greek